κοχλιάριο

κοχλιάριο
το (AM κοχλιάριον)
1. το κουτάλι
2. η κουταλιά
νεοελλ.
τεχνικό ή χειρουργικό εργαλείο που έχει σχήμα κουταλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. λατ. cochlear, -aris «κουτάλι» < cochlea «κοχλίας» < αρχ. ελλ. κοχλίας. Το λατ. cochear χρησιμοποιήθηκε αρχικά ως ονομ. ενός κουταλιού τού οποίου το σχήμα θύμιζε κοχλία ή που χρησίμευε για να αδειάζει τα μαγειρεμένα σαλιγκάρια, που ήταν πολύ αγαπητό έδεσμα στους Ρωμαίους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοχλιώρυξ — κοχλιῶρυξ, υχος, ὁ (Α) το κοχλιάριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας «σαλιγκάρι» + ῶρυξ (< ορύσσω «σκάβω»), πρβλ. αξιν ώρυξ, δι ώρυξ. Πρόκειται για ειδικό κουτάλι με το οποίο άδειαζαν τα μαγειρεμένα σαλιγκάρια (πρβλ. και κοχλιάριο). Το ω λόγω «εκτάσεως… …   Dictionary of Greek

  • μύστρον — μύστρον, τὸ (ΑΜ, Α και μύστρος, ὁ) κοχλιάριο, κουτάλι («ἑκάστῳ τῶν δειπνούντων δοθέντων μύστρων χρυσῶν», Ἀθήν.) μσν. μέτρο χωρητικότητας ίσο με δύο κοχλιάρια αρχ. 1. μυστίλη * 2. φρ. «μύστρου πλῆθος» πλήρες κοχλιάριο ως δόση φαρμάκου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ …   Dictionary of Greek

  • άμβλωση — Η διακοπή της εγκυμοσύνης, που συνίσταται στην αποβολή του εμβρύου πριν από την πάροδο 28 εβδομάδων, οπότε το έμβρυο είναι πλέον βιώσιμο. Η ά. μπορεί να γίνει αυτόματα ή να προκληθεί τεχνητά. Η αυτόματη ά. συμβαίνει χωρίς την επέμβαση της ίδιας… …   Dictionary of Greek

  • εμβρυουλκός — Εργαλείο που χρησιμοποιεί ο μαιευτήρας για να διευκολύνει απλώς ή να φέρει σε πέρας τον τοκετό, όταν ειδικές συνθήκες, που εξαρτώνται είτε από τη μητέρα είτε από το έμβρυο, εμποδίζουν τη φυσιολογική του εξέλιξη. Παρά τις αόριστες αναφορές σχετικά …   Dictionary of Greek

  • κουτάλι — το (Μ κουτάλι και κουτάλιν) επιτραπέζιο και μαγειρικό σκεύος, με κοιλότητα στο ένα άκρο του, με το οποίο τρώγονται υγρές ή πολτώδεις τροφές, κοχλιάριο νεοελλ. 1. το περιεχόμενο τού σκεύους αυτού ως μέτρο, όσο χωρεί το κουτάλι («έβαλα δύο κουτάλια …   Dictionary of Greek

  • πυέλιο — το / πυέλιον, ΝΑ [πύελος] νεοελλ. μεγάλο και βαθύ κοχλιάριο για τήξη μολύβδου αρχ. μικρή σκάφη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”